ιέρισσα

ιέρισσα
ἱέρισσα, ἡ (ΑΜ)
η ιέρεια*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ιερεύς* με κατάλ. -ισσα (πρβλ. βασίλ-ισσα, διακόν-ισσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἱερίσσας — ἱερίσσᾱς , ἱέρισσα fem acc pl ἱερίσσᾱς , ἱέρισσα fem gen sg (doric aeolic) ἱερίσσᾱς , ἱερίζω consecrate aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερισσῶν — ἱέρισσα fem gen pl ἱερίζω consecrate fut part act masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”